- φλυακογραφία
- φλυακογραφίᾱ , φλυακογραφίαcomposition offem nom/voc/acc dualφλυακογραφίᾱ , φλυακογραφίαcomposition offem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυακογραφία — ἡ, Α [φλυακογράφος] συγγραφή φλυάκων, σατιρικών τραγουδιών … Dictionary of Greek
PHLYACOGRAPHIA — eadem cum Ι῾λαρῳδία seu Ι῾λαροτραγῳδίᾳ, Mimilogiae species; cuius cum variae fuerint species ac nomina, apud varias gentes, Lacones Δεικηλιςτὰς vocabant, qui populari et vili sermone hortorum furem imitabantur in hoc ludicro, aut Medicum externum … Hofmann J. Lexicon universale
HILARODI — Graece Ι῾λαρῳδοὶ, poetarum genus, Ionicis minus foedi. Inter quos Simus cum fuisset praestantissimus, Simodi sunt postea cognominati. Prodibant in veste candida, virili, auro coronati, calceisque primum, dein crepidis usi sunt. Similes his Aulodi … Hofmann J. Lexicon universale
RHINTON Tarentinus — Φλυακογράφος τὰ τραγικὰ μεταῤῥυθμίζων εἰς τὸ γελοῖον Hesych. sicque Auctor fuit eius mimilogiae, quae Ιλαροτραγῳδία appellata est, item Φλυακογραφία, vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
Ρίνθων — Δραματικός ποιητής, που έζησε τον 4o 3o αι. Σύμφωνα με μια εκδοχή, καταγόταν από τις Συρακούσες, και κατά μία άλλη, από τον Τάραντα και ήταν γιος κεραμέα. Ο Ρ. είχε ειδικευτεί στις παρωδίες, ιδιαίτερα των αρχαίων μύθων, που αποτέλεσαν ένα… … Dictionary of Greek